- διηγήματος
- διήγημαtaleneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γιαννόπουλος, Αλκιβιάδης — (Αθήνα 1896 – 1981). Συγγραφέας. Έζησε αρκετά χρόνια στο Μιλάνο, όπου συμπλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Διακρίθηκε κυρίως ως διηγηματογράφος, αλλά έγραψε επίσης μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και ποιήματα. Οι συλλογές διηγημάτων του… … Dictionary of Greek
Νόλλας, Δημήτριος — (Αδριανή, Δράμα 1940 –). Συγγραφέας. Κατάγεται από την Ήπειρο (οι γονείς του Ηπειρώτες) και έγραψε διηγήματα, νουβέλες, μυθιστορήματα και ταξιδιωτικά. Αποσπάσματα έργων του έχουν συμπεριληφθεί σε διδακτικά σχολικά εγχειρίδια. Έργα του: α)… … Dictionary of Greek
повѣданиѥ — ПОВѢДАНИ|Ѥ (12), ˫А с. Повествование: и невъмѣстимо же слѹхомь… и тако сѹще повѣданиѥ. чьстьномѹ бо ѡц҃ю въ манастыри съ ѹченикы ˫ако же рекохомъ пребывающе. (ἡ διήγησις) ЖФСт к. XII, 101 об.; рачите(л) х(с)мь обручаетсѧ. и похоти ѹбо пламе(н)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
повѣсть — ПОВѢСТ|Ь (128), И с. 1.Сказание, повествование, рассказ: нъ ны ѹво [в др. сп. ѹбо] врем˫а. на коньць бл҃жнаго зовѣть ѥмѹже проити ѹбо слово лѣнить(с). проидѣть же ѡбако аще и дрѧхла ѥсть повѣсть. (τὸ διήγημα) ЖФСт к. XII, 162; о семь сътворивъше… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Evgenia Fakinou — (auch Evjenia Fakinu, griechisch Ευγενία Φακίνου, * 8. Juni 1945 in Alexandria) ist eine griechische Schriftstellerin. Sie wuchs in Athen auf, wo sie auch heute noch lebt. Ihre Ausbildung umfasst graphische Künste und Fremdenführung. Mehrere … Deutsch Wikipedia
αποσώστρα — η [αποσώνω] 1. η γυναίκα που αποσώνει, αποτελειώνει, επισφραγίζει την κουβέντα μιας άλλης με επίκαιρο γνωμικό ή παροιμία 2. αυτή που σχολιάζει συστηματικά κι επιδέξια συμβάντα και περιστατικά του χωριού 3. η ράφτρα που αποτελειώνει στα γρήγορα τα … Dictionary of Greek
νουβέλα — Αφηγηματικό είδος που καθορίζεται δύσκολα, εξαιτίας τόσο της ευρύτατης χρονικής και τοπικής έκτασης της διάδοσης του, όσο και της ποικιλίας των μορφών του. Συγγραφέας ν., με την παλιά έννοια του όρου, είναι εκείνος που αφηγείται ιστορίες με τον… … Dictionary of Greek
πλασματικός — ή, ό / πλασματικός, ή, όν, ΝΑ [πλάσμα] πλαστός, ψεύτικος, φανταστικός («πλασματική πλειοψηφία» τεχνητή πλειοψηφία) νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλάσμα αρχ. (για είδος διηγήματος) ο δραματικός, δηλαδή ο μιμητικός («τὸ μὲν γὰρ εἶναι… … Dictionary of Greek